Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποκαθιστώ [ipokaθistó] -αμαι Ρ αόρ. υποκατέστησα, απαρέμφ. υποκαταστήσει, παθ. αόρ. υποκαταστάθηκα, απαρέμφ. υποκατασταθεί : παίρ νω τη θέση κάποιου άλλου για να παίξω το δικό του ρόλο: Kανένας δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη μητέρα. || αντικαθιστώ: ~ το βούτυρο με μαργα ρίνη.
[λόγ. < ελνστ. ὑποκαθίστημι μεταπλ. κατά το καθίστημι > καθιστώ]