Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποκαθιστώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποκαθιστώ [ipokaθistó] -αμαι Ρ αόρ. υποκατέστησα, απαρέμφ. υποκαταστήσει, παθ. αόρ. υποκαταστάθηκα, απαρέμφ. υποκατασταθεί : παίρ νω τη θέση κάποιου άλλου για να παίξω το δικό του ρόλο: Kανένας δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη μητέρα. || αντικαθιστώ: ~ το βούτυρο με μαργα ρίνη.

[λόγ. < ελνστ. ὑποκαθίστημι μεταπλ. κατά το καθίστημι > καθιστώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες