Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποθηκεύω [ipoθi
évo] -ομαι Ρ5.1 : βάζω υποθήκη: Έχει υποθηκεύσει το σπίτι του. Όλα τα κτήματα είναι υποθηκευμένα. || (μτφ.): Δε θα υποθηκεύσουμε το μέλλον της πατρίδας, δε θα κάνουμε κτ. που θα έχει αργότερα αρνητικές συνέπειες. [λόγ. υποθήκ(η) -εύω μτφρδ. γαλλ. hypo théquer < hypothèque ὑποθήκη]