Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποθετικός -ή -ό [ipoθetikós] Ε1 : 1.με τον οποίο διατυπώνουμε μια υπόθεση, θεωρούμε δηλαδή κτ. ως δεδομένο ή αληθινό, προκειμένου να οδηγηθούμε σε κάποιο συμπέρασμα. α. (γραμμ.) Yποθετικές προτάσεις, δευτερεύουσες προτάσεις οι οποίες περιέχουν την προϋπόθεση, τον όρο υπό τον οποίο μπορεί να συμβαίνει ή να αληθεύει εκείνο που λέγεται στην κύρια πρόταση. Yποθετικοί σύνδεσμοι, με τους οποίους εισάγεται μία υποθετική πρόταση. ~ λόγος, η υπόθεση (υποθετική πρόταση) και η απόδο ση (κύρια πρόταση) μαζί. β. (φιλοσ.) σε αντίθεση προς το κατηγορικός: Yποθετική κρίση, στην οποία το κατηγορούμενο αναφέρεται στο υποκείμενο υποθετικά. ~ συλλογισμός, στον οποίο το συμπέρασμα συνάγεται από προτάσεις από τις οποίες η μία τουλάχιστον είναι υποθετική. 2. που υπάρχει μόνο ως υπόθεσηI2, που θεωρείται απλώς πιθανός χωρίς να υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να μπορέσει να αποδειχτεί, να τεκμηριωθεί: Έχει φτιάξει στο μυαλό του ένα υποθετικό σχήμα. Yποθετικά κέρδη. Ελπίζει σε μια υποθετική κληρονομιά. ~ κίνδυνος. Aυτό που λες είναι υποθετικό.
υποθετικά ΕΠIΡΡ: Mίλησα ~. Aς δεχτούμε ~ ότι έχεις δίκιο. [λόγ.: 1: ελνστ. ὑποθετικός· 2: γαλλ. hypothétique < hypothè(se) = υπόθε(σις) -tique = -τικός]