Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποθήκη η [ipoθíki] Ο30 : 1.δικαίωμα το οποίο αποκτά ο δανειστής επάνω στην ακίνητη περιουσία του οφειλέτη, ως ασφάλεια για την εξασφάλιση των χρημάτων του, χωρίς ο τελευταίος να χάνει την κυριότητα των κτημάτων του: Bάζω ~, υποθηκεύω. Εγγραφή πρώτης / δεύτερης υποθήκης. || (μτφ.): Aυτό αποτελεί ~ για το μέλλον, για κτ. το οποίο προετοιμάζω και του οποίου τα θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα θα φανούν στο μέλλον. 2. συμβουλή, προτροπή, ηθική επιταγή: Πολιτικές υποθήκες.
[λόγ. < αρχ. ὑποθήκη]