Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποδουλώνω [ipoδulóno] -ομαι Ρ1 : 1.στερώ από κπ. την ελευθερία και την ανεξαρτησία του και τον υποτάσσω στη δική μου κυριαρχία, κυρίως ως αποτέλεσμα της υπεροχής μου κατά τη διάρκεια πολεμικής σύγκρουσης: H Ρώμη υποδούλωσε όλους τους γειτονικούς λαούς. H Ελλάδα υποδουλώθηκε στους Tούρκους. || για απόλυτη εξάρτηση ενός λαού, ενός κράτους στον οικονομικό, πολιτιστικό κτλ. τομέα. 2. (μτφ., συνήθ. παθ.) κυριαρχούμαι ολοκληρωτικά από κάποιο πάθος, υποτάσσομαι σ΄ αυτό χωρίς καμιά δυνατότητα ενεργητικής αντίδρασης: Είναι υποδουλωμένος στο χρήμα.
[λόγ. < μσν. υποδουλώ < υπόδουλ(ος) -ώ > -ώνω]