Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποδιαιρώ [ipoδieró] -ούμαι Ρ10.9 : διαιρώ, χωρίζω σε μικρότερα μέρη τμήμα ή τμήματα ενός συνόλου: Tο κράτος διαιρείται σε νομούς και κάθε νομός υποδιαιρείται σε επαρχίες. H πρώτη τάξη υποδιαιρείται σε έξι τμήματα.
[λόγ. < ελνστ. ὑποδιαιρῶ]