Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποδηλώνω [ipoδilóno] -ομαι Ρ1 : δηλώνω, φανερώνω, δείχνω κτ. με έμμεσο τρόπο: H απάντησή του υποδηλώνει άρνηση.
[λόγ. < ελνστ. ὑποδηλ(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `δηλώνω ιδιαιτέρως΄]