Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποδεικνύω [ipoδiknío] -ομαι Ρ πρτ. υποδείκνυα και υπεδείκνυα, αόρ. υπέδειξα, απαρέμφ. υποδείξει, παθ. αόρ. υποδείχθηκα, απαρέμφ. υποδειχθεί : δείχνω σε κπ. τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, τον συμβουλεύω ή τον καθοδηγώ: Mου υπέδει ξε πώς να διεκδικήσω τα δικαιώματά μου. Δε θα σου υποδείξω εγώ τι θα κάνεις / πού θα πας. || επισημαίνω: Tου υπέδειξα τους κινδύνους που διατρέχει. Mου υπέδειξε τα λάθη μου. || προτείνω: Ο κατάλογος βιβλίων που μου υπέδειξες
Tον υπέδειξα ως τον καταλληλότερο γι΄ αυτή τη θέση.
[λόγ. < αρχ. ὑποδεικνύω]