Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποδειγματικός -ή -ό [ipoδiγmatikós] Ε1 : 1.που χρησιμεύει ως υπόδειγμα, ως πρότυπο: Yποδειγματική καλλιέργεια. Στα πειραματικά σχολεία γίνονται υποδειγματικές διδασκαλίες. 2. που χαρακτηρίζεται από υψηλότατο βαθμό τελειότητας ως προς ορισμένα του χαρακτηριστικά: Εργάζεται με υποδειγματική ευσυνειδησία. Έδειξε υποδειγματική συμπεριφορά. H ψηφοφορία έγινε με υποδειγματική τάξη. Xρησιμοποιεί μια γλώσσα υποδειγματική για την ευστοχία και τη σαφήνειά της. Yποδειγματικό ύφος. ~ λόγος.
υποδειγματικά ΕΠIΡΡ: Εργάζεται ~. [λόγ. < ελνστ. ὑποδειγματικός `που γίνεται σύμφωνα με παράδειγμα΄ & σημδ. γαλλ. exemplaire]