Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπογραμμίζω [ipoγramízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.σε ένα κείμενο, τραβώ γραμμή κάτω από μια ή περισσότερες λέξεις για να επιστήσω την προσοχή πάνω σ΄ αυτές: Θα σου υπογραμμίσω τα σημεία που πρέπει να προσέξεις. Yπογραμμισμένες λέξεις. 2. (μτφ.) τονίζω με έμφαση τη σημασία ή τη σπουδαιότητα ενός πράγματος: Δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει τη σημασία που είχε αυτή η ανακάλυψη. Θέλω να υπογραμμίσω το γεγονός ότι
|| τονίζω κτ. προβάλλοντάς το με κατάλληλα μέσα.
[λόγ. υπο- γραμμ(ή) -ίζω μτφρδ. γαλλ. souligner]