Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπογεγραμμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπογεγραμμένος -η -ο [ipojeγraménos] Ε3 : (λόγ.) που έχει υπογραφεί: H επιστολή είναι υπογεγραμμένη από το διευθυντή.

[λόγ. < ελνστ. ὑπογεγραμμένος `που αναφέρεται πιο κάτω΄ μππ. του αρχ. ὑπογράφω σημδ. γαλλ. signé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες