Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπογεγραμμένος -η -ο [ipojeγraménos] Ε3 : (λόγ.) που έχει υπογραφεί: H επιστολή είναι υπογεγραμμένη από το διευθυντή.
[λόγ. < ελνστ. ὑπογεγραμμένος `που αναφέρεται πιο κάτω΄ μππ. του αρχ. ὑπογράφω σημδ. γαλλ. signé]