Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποβολιμαίος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποβολιμαίος -α -ο [ipovoliméos] Ε4 : που γίνεται με υστεροβουλία και που αποσκοπεί στη δημιουργία εντυπώσεων και στον επηρεασμό της εξέλιξης των πραγμάτων προς μια ορισμένη κατεύθυνση: Yποβολιμαία είδηση / πληροφορία.

[λόγ. < αρχ. ὑποβολιμαῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες