Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποβολιμαίος -α -ο [ipovoliméos] Ε4 : που γίνεται με υστεροβουλία και που αποσκοπεί στη δημιουργία εντυπώσεων και στον επηρεασμό της εξέλιξης των πραγμάτων προς μια ορισμένη κατεύθυνση: Yποβολιμαία είδηση / πληροφορία.
[λόγ. < αρχ. ὑποβολιμαῖος]