Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποβολέας ο [ipovoléas] Ο21 : 1.ειδικός υπάλληλος του θεάτρου, ο οποίος κατά την παράσταση υποβοηθεί τη μνήμη των ηθοποιών υπαγορεύοντας χαμηλόφωνα τα λόγια του ρόλου τους. 2. (μτφ.) αυτός που, σαν υποβολέας του θεάτρου, υποδεικνύει σε κπ. τι πρέπει να πει: Δε θέλω υποβολείς!
[λόγ. < ελνστ. ὑποβολεύς, αιτ. -έα]