Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποβοηθητικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποβοηθητικός -ή -ό [ipovoiθitikós] Ε1 : που υποβοηθεί: Yποβοηθητική μέθοδος. H συμβολή του ήταν υποβοηθητική.

[λόγ. υποβοηθη- (υποβοηθώ) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες