Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποβλέπω [ipovlépo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. υπέβλεπα : επιδιώκω να βλάψω κπ. με τρόπο ύπουλο, συνήθ. για να καρπωθώ κτ. που εκείνος κατέχει: Tην υποβλέπει. Yποβλέπει τη θέση μου. Yποβλέπουν την περιουσία του.
[λόγ. < αρχ. ὑποβλέπω `κοιτάζω με υποψία΄]