Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποβιβασμός ο [ipovivazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποβιβάζω. 1. η τοποθέτηση προσώπου, πράγματος κτλ. σε μια θέση κατώτερη από αυτή στην οποία βρίσκεται: H ομάδα μας τιμωρήθηκε με υποβιβασμό. 2. μείωση ηθική ή αξιολογική: Ο ~ της δικαιοσύνης.
[λόγ. < ελνστ. ὑποβιβασμός `πέρασμα προς τα κάτω΄ σημδ. γαλλ. abaissement, rétrogradation & αγγλ. demotion]