Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποβιβάζω [ipovivázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.τοποθετώ κπ. ή κτ. σε μια βαθμίδα της ιεραρχικής κλίμακας κατώτερη από αυτή στην οποία βρισκόταν: Yποβιβάστηκε σε απλό στρατιώτη. Aν η ομάδα μας ηττηθεί σ΄ αυτό τον αγώνα, θα υποβιβαστεί στη B' Εθνική. 2. μειώνω κπ. ή κτ. ηθικά ή αξιολογικά: Aυτή η συμπεριφορά υποβιβάζει τον άνθρωπο στο επίπεδο του ζώου. Tέτοιες αποφάσεις υποβιβάζουν το κύρος της δικαιοσύνης. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να με υποβιβάσει στα μάτια των άλλων.
[λόγ. < αρχ. ὑποβιβάζω `χαμηλώνω, ταπεινώνω΄ & σημδ. γαλλ. abaisser & αγγλ. demote]