Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποβάθμιση η [ipováθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποβαθμίζω. ANT αναβάθμιση: H ~ του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι ολοφάνερη η ~ της πολιτικής ζωής του τόπου. H ~ του θέματος / του ζητήματος.
[λόγ. υποβαθμι- (υποβαθμίζω) -σις > -ση]