Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποαπασχόληση η [ipoapasxólisi] Ο33 : (οικον.) περιορισμένη εκμετάλλευση των συντελεστών παραγωγής (κεφαλαίου, εξοπλισμού, εργασίας, εδάφους): ~ του κλάδου. ~ εργασίας, όταν υπάρχει δυσαναλογία μεταξύ ενεργού πληθυσμού και ευκαιριών εργασίας. || H ~ πλήττει πολλούς νέους επιστήμονες, δεν απασχολούνται όλο τον παραγωγικό τους χρόνο.
[λόγ. υπο- απασχόλη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. underemployment]