Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπνωτίζω [ipnotízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αποκοιμίζω κπ. με ύπνωση: Περπατούσε σαν υπνωτισμένος. 2. (μτφ.) γοητεύω κπ. σε τέτοιο βαθμό, ώστε τον κάνω πειθήνιο όργανό μου.
[λόγ. < αγγλ. hypnotize (ή μέσω του γαλλ. hypnotiser) < αρχ. ὑπνωτ(ικός) -ize = -ίζω]