Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπνωτήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπνωτήριο το [ipnotírio] Ο40 : μεγάλος χώρος σε κοινωφελή ιδρύματα, όπου διανυκτερεύουν άπορα άτομα.

[λόγ. υπνω- (δες υπνώνω) -τήριον μτφρδ. γαλλ. dortoir (διαφ. το μσν. υπνωτήριον `υπνωτικό φάρμακο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες