Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπνηλία η [ipnilía] Ο25 : τάση για ύπνο, παθολογική νύστα· κατάσταση ανάμεσα στην εγρήγορση και στον ύπνο, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα αίσθημα βάρους και κόπωσης σε όλα τα μέλη του σώματος: Έχω / με κατέλαβε ~. Είμαι σε κατάσταση υπνηλίας. Aυτά τα χάπια μού φέρνουν ~.
[λόγ. < ελνστ. ὑπνηλία]