Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπηρεσιακός -ή -ό [ipiresiakós] Ε1 : 1.που ανήκει στην υπηρεσία (σημ. 1, 2), που έχει σχέση με αυτή ή που προέρχεται από αυτήν: Yπηρεσιακό συμβούλιο. Yπηρεσιακοί παράγοντες. Yπηρεσιακό αυτοκίνητο / περίστρο φο. Yπηρεσιακό κώλυμα. Yπηρεσιακά ζητήματα. Yπηρεσιακό σημείωμα. Yπηρεσιακή έκθεση. Yπηρεσιακό έγγραφο. || Yπηρεσιακή κυβέρνηση, διορισμένη, μη κομματική κυβέρνηση, με αποκλειστικό καθήκον τη διενέργεια εκλογών. ~ υπουργός, που μετέχει σε υπηρεσιακή κυβέρνηση. 2. για υπάλληλο απόλυτα προσηλωμένο στην τυπική διεκπεραίωση των υπηρεσιακών του καθηκόντων: Είναι πολύ ~ στη δουλειά του. Είχε υπηρεσιακό ύφος.
υπηρεσιακά & (λόγ.) υπηρεσιακώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. υπηρε σί(α) -ακός· λόγ. υπηρεσιακ(ός) -ώς]