Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπηρέτης ο [ipirétis] Ο10 θηλ. υπηρέτρια [ipirétria] Ο27 : αυτός που εργάζεται ως εσωτερικός σε ένα σπίτι και είναι επιφορτισμένος με οικιακές εργασίες: Προσλαμβάνω / απολύω έναν υπηρέτη. Δεν είμαι ~ σου για να με διατάζεις! Δεν πρόκειται να σου κάνω την υπηρέτρια. (έκφρ.) είμαι / γίνομαι ~ / υπηρέτρια κάποιου, του προσφέρω υπηρεσίες που απαιτούν σωματικό κυρίως κόπο, χωρίς να έχω κάποια ηθική αναγνώριση ή ανταμοιβή.
υπηρετριούλα η YΠΟKΟΡ η νεαρή υπηρέτρια. υπηρετριάκι το YΠΟKΟΡ η νεαρή υπηρέτρια. [λόγ. < αρχ. ὑπηρέτης, ελνστ. ὑπηρέτρια· υπηρέτρι(α) -ούλα]