Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπηκοότητα η [ipikoótita] Ο28 (νομ.) : ο νομικός και πολιτικός δεσμός που συνδέει το άτομο ως πολίτη ενός κράτους με το κράτος αυτό· (πρβ. ιθαγένεια): Πήρε / έχει γαλλική ~. Διπλή ~.
[λόγ. υπήκο(ος) -ότης > -ότητα]