Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερώριμος -η -ο [iperórimos] Ε5 : υπερβολικά ώριμος: Yπερώριμα φρούτα, παραγινωμένα. || (μτφ.) επιτατικά, ο ικανοποιητικά ώριμος: H σημερινή νεολαία δεν είναι απλώς ώριμη, αλλά υπερώριμη.
[λόγ. υπερ- + ώριμος μτφρδ. αγγλ. over-ripe]