Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερώριμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερώριμος -η -ο [iperórimos] Ε5 : υπερβολικά ώριμος: Yπερώριμα φρούτα, παραγινωμένα. || (μτφ.) επιτατικά, ο ικανοποιητικά ώριμος: H σημερινή νεολαία δεν είναι απλώς ώριμη, αλλά υπερώριμη.

[λόγ. υπερ- + ώριμος μτφρδ. αγγλ. over-ripe]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες