Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερώο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερώο το [iperóo] Ο39 : (λόγ.) εξώστης. || εσωτερικός εξώστης στο δυτικό τμήμα του ναού, που συνήθ. χρησιμοποιείται ως γυναικωνίτης.

[λόγ. < αρχ. ὑπερῷον `εξώστης΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες