Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερόπτης ο [iperóptis] Ο10 θηλ. υπερόπτης [iperóptis] : χαρακτηρισμός προσώπου που με τη συμπεριφορά του δείχνει να περιφρονεί και να υποτιμά τους άλλους.
[λόγ. < αρχ. ὑπερόπτης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]