Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερχειλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερχειλίζω [iperxilízo] Ρ2.1α μππ. υπερχειλισμένος : (τεχν.) ξεχειλίζω.

[λόγ. < μσν. υπερχειλ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. υπερχειλησ- ή κατά το ξεχειλίζω < ελνστ. ὑπερχειλ(ής) `ξέχειλος΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες