Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερφυσικός -ή -ό [iperfisikós] Ε1 : που ξεπερνά τα όρια των φυσικών νόμων, που δεν μπορεί να ερμηνευτεί με βάση τους φυσικούς νόμους. α. που φαίνεται ανεξήγητος, θαυμαστός: Yπερφυσικά φαινόμενα. Yπερφυσικές δυνάμεις. Yπερφυσικά όντα, άγγελοι, δαίμονες, πνεύματα, σε αντίθε ση με τα όντα που γίνονται αντιληπτά από τις αισθήσεις. β. που είναι πελώριος, πέρα από τα φυσικά μέτρα: Yπερφυσικές διαστάσεις. Άγαλ μα σε υπερφυσικό μέγεθος. (έκφρ.) ~ μπεμπές*.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερφυσικός]