Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερφορτίζω [iperfortízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(τεχν.) τροφοδοτώ μια συσκευή ή μια μηχανή με ηλεκτρικό ρεύμα σε ποσότητα μεγαλύτερη από το κανονικό. 2. προσθέτω σε μια κατασκευή φορτίο περισσότερο από το κανονικό.
[λόγ. υπερ- + φορτίζω μτφρδ. αγγλ. overcharge]