Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερφαλάγγιση η [iperfalángisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπερφαλαγγίζω.
[λόγ. υπερφαλαγγι- (υπερφαλαγγίζω) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. ὑπερφαλάγγησις)]