Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερτροφικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερτροφικός -ή -ό [ipertrofikós] Ε1 : 1.(ιατρ.) που παρουσιάζει υπερτροφία: Yπερτροφικές αμυγδαλές. 2. που είναι υπερβολικά αναπτυγμένος: Yπερτροφική ανάπτυξη. || (μτφ.): Yπερτροφικό εγώ. ~ εγωισμός.

[λόγ. < γαλλ. hypertrophique < hypertroph(ie) = υπερτροφ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες