Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερτροφικός -ή -ό [ipertrofikós] Ε1 : 1.(ιατρ.) που παρουσιάζει υπερτροφία: Yπερτροφικές αμυγδαλές. 2. που είναι υπερβολικά αναπτυγμένος: Yπερτροφική ανάπτυξη. || (μτφ.): Yπερτροφικό εγώ. ~ εγωισμός.
[λόγ. < γαλλ. hypertrophique < hypertroph(ie) = υπερτροφ(ία) -ique = -ικός]