Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερτροφία η [ipertrofía] Ο25 : 1.(ιατρ.) υπερβολική ανάπτυξη ενός οργάνου του σώματος: ~ της καρδιάς / του προστάτη. 2. υπερσιτισμός: Kάνει / χρειάζεται ~.
[λόγ. < γαλλ. hypertrophie < hyper- = υπερ- + αρχ. τροφ(ή) -ie = -ία]