Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερσυντέλικος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερσυντέλικος ο [ipersindélikos] Ο20α : (γραμμ.) χρόνος του ρήματος που φανερώνει πως εκείνο το οποίο σημαίνει το ρήμα ήταν τελειωμένο στο παρελθόν πριν γίνει κτ. άλλο.

[λόγ. < ελνστ. ὑπερσυντέλικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go