Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερπολυτελής -ής -ές [iperpolitelís] Ε10 : που είναι εξαιρετικά πολυτε λής: Δανειοδοτείται η ανέγερση υπερπολυτελών ξενοδοχείων. Πωλούνται διαμερίσματα υπερπολυτελούς κατασκευής.
[λόγ. υπερ- + πολυτελής]