Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερπλήρης -ης -ες [iperplíris] Ε11 γεν. πληθ. υπερπλήρων : που είναι τελείως γεμάτος και μάλιστα περισσότερο από το κανονικό: Tο δοχείο είναι υπερπλήρες. H αίθουσα είναι ~. || Είμαστε υπερπλήρεις, δεν μπορούμε να δεχτούμε κανέναν άλλο.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερπλήρης]