Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπεροπτικός -ή -ό [iperoptikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε υπερόπτη: Yπεροπτικό ύφος. Yπεροπτική συμπεριφορά. Yπεροπτικά λόγια. H όλη εμφάνισή του είχε κάτι το υπεροπτικό.
υπεροπτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὑπεροπτικός]