Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερκαλύπτω [iperkalípto] -ομαι Ρ4 : καλύπτω κτ. πέρα από το οριακά αναγκαίο: Tα κέρδη της επιχείρησης υπερκαλύπτουν τις δαπάνες.
[λόγ. υπερ- + καλύπτω]