Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερθυρεοειδισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερθυρεοειδισμός ο [iperθireoiδizmós] Ο17 : (ιατρ.) παθολογική υπερλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα.

[λόγ. υπερ- + θυρεοειδ(ής) -ισμός μτφρδ. γαλλ. hyperthyroïdie (< hyper- = υπερ- + thyroïde = θυρεοειδής)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες