Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερθερμαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερθερμαίνω [iperθerméno] -ομαι Ρ7.2 : θερμαίνω κτ. πάνω από ένα ανεκτό ή επιτρεπτό όριο.

[λόγ. < αρχ. ὑπερθερμαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες