Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερθεματίζω [iperθematízo] Ρ2.1α : δηλώνω την απόλυτη συμφωνία μου με ένα θέμα ή μια πρόταση, πλειοδοτώντας σε ό,τι έχει ήδη λεχθεί ή προταθεί και αναπτύσσοντας την ανάλογη επιχειρηματολογία.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερθεματίζω `κάνω υψηλότερη προσφορά΄]