Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερεγώ το [ipereγó] Ο (άκλ.) : (ψυχ.) στοιχείο της ψυχικής δομής στο οποίο περιλαμβάνονται οι ηθικές αξίες και το οποίο δρα ασυνείδητα πάνω στο εγώ ως ανασταλτικό των ενστικτωδών παρορμήσεων: Ο σχηματισμός του ~ ανάγεται στην παιδική ηλικία από την ταύτιση με τη γονική εικόνα.
[λόγ. υπερ- + εγώ μτφρδ. γερμ. ῦberich]