Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερεγώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερεγώ το [ipereγó] Ο (άκλ.) : (ψυχ.) στοιχείο της ψυχικής δομής στο οποίο περιλαμβάνονται οι ηθικές αξίες και το οποίο δρα ασυνείδητα πάνω στο εγώ ως ανασταλτικό των ενστικτωδών παρορμήσεων: Ο σχηματισμός του ~ ανάγεται στην παιδική ηλικία από την ταύτιση με τη γονική εικόνα.

[λόγ. υπερ- + εγώ μτφρδ. γερμ. ῦberich]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες