Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερδύναμη η [iperδínami] Ο33 : για κράτος εξαιρετικά ισχυρό και κυρίως για δύο ή τρία από τα ελάχιστα πανίσχυρα κράτη, τα οποία έχουν τις δικές τους ζώνες πολιτικής ή οικονομικής επιρροής: Mετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης οι HΠA είναι η μοναδική ~.
[λόγ. υπερ- + δύναμ(ις) -η μτφρδ. αγγλ. superpower (πρβ. ελνστ. ὑπερδύναμος `που έχει ανώτερη δύναμη΄)]