Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερδιέγερση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερδιέγερση η [iperδiéjersi] Ο33 : νευρική ή ψυχική ένταση, που συνοδεύεται συνήθ. από έντονη κινητική ανησυχία: Bρίσκεται σε ~.

[λόγ. υπερ- + διέγερ(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. surexcitation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες