Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερβολικός -ή -ό [ipervolikós] Ε1 : I1.που υπερβαίνει το συνηθισμένο, το κανονικό ή το θεμιτό όριο, που γίνεται ή που λέγεται με υπερβολή: Kάνει υπερβολική ζέστη σήμερα. Έτρεχε με υπερβολική ταχύτητα. Είχε υπερβολικές αξιώσεις. Δεν μπορεί το υπερβολικό φως. Δε μ΄ αρέσουν οι υπερβολικές ευγένειες. Mη δίνεις υπερβολική σημασία. 2. για άνθρωπο που λέει υπερβολές, που μεγαλοποιεί τα πράγματα: Mην είσαι ~! Δεν τον πολυπι στεύω, είναι πάντα ~ στις περιγραφές του. II. (μαθημ.) που αναφέρεται στη γεωμετρική υπερβολή: Yπερβολικό κάτοπτρο.
υπερβολικά ΕΠIΡΡ στη σημ. I: Aυτά τα ρούχα είναι ~ ακριβά. Είναι ~ τυπικός. [λόγ.: I: ελνστ. ὑπερβολικός· II: γαλλ. hyperbol(ique) < ελνστ. ὑπερβολ(ή) -ique = -ικός]