Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερβάλλων -ουσα -ον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερβάλλων -ουσα -ον [iperválon] Ε12 : (λόγ.) που υπερβαίνει αυτό που θεωρείται κανονικό (με θετική ή αρνητική σημασία), κυρίως σε στερεότυπες εκφορές· (πρβ. υπερβολικός): Έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο. Mε υπερβάλλουσα αισιοδοξία / προθυμία.

[λόγ. < αρχ. ὑπερβάλλων μεε. του ὑπερβάλλω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες