Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερβάλλω [iperválo] Ρ πρτ. υπερέβαλλα, αόρ. υπερέβα λα, απαρέμφ. υπερβάλει : εμφανίζω, παρουσιάζω κτ. με τρόπο υπερβολικό· μεγαλοποιώ: Έχει την τάση να υπερβάλλει. Δεν ~ καθόλου όταν λέω ότι
Έλα, καϋμένε, μην υπερβάλλεις. || (λόγ.): Yπερβάλλει τους ενδεχόμενους κινδύνους.
[λόγ. < αρχ. ὑπερβάλλω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερβάλλων -ουσα -ον [iperválon] Ε12 : (λόγ.) που υπερβαίνει αυτό που θεωρείται κανονικό (με θετική ή αρνητική σημασία), κυρίως σε στερεότυπες εκφορές· (πρβ. υπερβολικός): Έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο. Mε υπερβάλλουσα αισιοδοξία / προθυμία.
[λόγ. < αρχ. ὑπερβάλλων μεε. του ὑπερβάλλω]