Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπεραπασχόληση η [iperapasxólisi] Ο33 : 1.η χρησιμοποίηση περισσότερων εργαζομένων από όσο είναι απαραίτητο για την εκτέλεση ενός έργου: H ~ έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ανεργίας. 2. το φαινόμενο κατά το οποίο οι θέσεις εργασίας είναι περισσότερες από αυτές που μπορεί να καλύψει το υπάρχον εργατικό δυναμικό, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να απασχολούνται περισσότερο από το κανονικό.
[λόγ. υπερ- + απασχόλη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. overemployment]