Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπεραξία η [iperaksía] Ο25 : (οικον.) η αύξηση της αξίας ενός αγαθού χωρίς αυτό να υποστεί καμιά βελτίωση ή επεξεργασία: Φόροι υπεραξίας. ~ της γης. || H ~ της εργασίας, στη μαρξιστική θεωρία, η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην αξία της εργασίας, την οποία παράγει ένας εργάτης, και στην αμοιβή του γι΄ αυτή, διαφορά την οποία καρπώνεται ο εργοδότης.
[λόγ. υπερ- + αξία μτφρδ. γερμ. Mehrwert]